μυλωθρίς

μυλωθρίς
μυλωθρίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. μυλωθρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυλωθρίς — maid of the mill fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρίδα — μυλωθρίς maid of the mill fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρίδας — μυλωθρίς maid of the mill fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρίδες — μυλωθρίς maid of the mill fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρίδι — μυλωθρίς maid of the mill fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρίδος — μυλωθρίς maid of the mill fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλωθρός — ο (Α μυλωθρός, θηλ. μυλωθρίς, ίδος) ιδιοκτήτης μύλου σιτηρών, μυλωνάς νεοελλ. εργάτης που δουλεύει σε αλευρόμυλο αρχ. 1. ως επίθ. μυλωθρός, όν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στον μύλο («μυλωθρὸς ᾠδή») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.)… …   Dictionary of Greek

  • μυληθρίς — μυληθρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”